- ἀειμεταβόλος
- ἀει-μεταβόλος, ον, = foreg., Procl. in Ti.1.125D.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αειμεταβόλος — ἀειμεταβόλος, ον (Α) αυτός που μεταβάλλεται διαρκώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + μεταβόλος < μεταβάλλω] … Dictionary of Greek
ἀειμεταβόλων — ἀειμεταβόλος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αεί — επίρρ. (Α ἀεί) [στα Α και επικά, ιωνικά και ποιητικά αἰεί και αἰέν, δωρικά αἰές και ἀές, λακωνικά αἰέ, βοιωτικά ἀέ και ἠί, αιολικά αἶι(ν) και ἄι(ν)] διαρκώς, συνεχώς, πάντοτε, για πάντα στα νεοελλ. μόνον ως α συνθ. ορισμένων συνθέτων λογίας… … Dictionary of Greek
αειμετάβλητος — ἀειμετάβλητος, ον (Μ) ο αειμεταβόλος … Dictionary of Greek